- ῥυσαλέος
- ῥῡσ-ᾰλέος, η, ον,A wrinkled,
ὀπώρη Nic.Al. 181
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ὀπώρη Nic.Al. 181
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ρυσαλέος — και ποιητ. τ. ῥυσσαλέος, α, ον, Α (για παραγινωμένο φρούτο) αυτός που έχει ζαρωματιές, σταφιδιασμένος («ὀπώρην ῥυσαλέην», Νικ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥυσός / ῥυσσός «ζαρωμένος, ρυτιδωμένος» + κατάλ. αλέος (πρβλ. γηρ αλέος, πειν αλέος)] … Dictionary of Greek
ῥυσαλέην — ῥυσαλέος wrinkled fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)